- κατορθωτικός
- κατορθωτικός, -ή, -όν (ΑΜ) [κατορθωτής]ο ικανός να κατορθώνει, ο κατάλληλος να επιτυγχάνει («περί πάντα μὲν ταῡτα ὁ ἀγαθός κατορθωτικός ἐστιν, ὁ δὲ κακός, ἁμαρτητικός», Αριστοτ.)μσν.το ουδ. ως ουσ. τὸ κατορθωτικόνη ιδιότητα αυτού που επιτυγχάνει («καὶ τὸ σὸν ἐν μάχαις γενναῑον καὶ ἀεὶ κατορθωτικόν», Νικ.Χων.)αρχ.1. ο κατορθωτής* («εὐτυχὴς καὶ κατορθωτικὸς εὐθὺς ἐν ταῑς πρώταις γενόμενος μάχαις», Πλούτ.)2. ενάρετος, αγαθός, αγνός.
Dictionary of Greek. 2013.